πρηΰγελως

πρηΰγελως
ὁ, ἡ, Α
ιων. τ. βλ. πραΰγελως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρηύγελως — πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling adverbial (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom pl (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”